υπερφορτώνομαι

υπερφορτώνομαι
υπερφορτώνομαι, υπερφορτώθηκα, υπερφορτωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμφορτίζομαι — ἐμφορτίζομαι (AM) 1. δέχομαι, παίρνω ως φορτίο, αναδέχομαι, φορτώνομαι 2. υπερπληρώνομαι, υπερφορτώνομαι …   Dictionary of Greek

  • προσερανίζω — Α 1. συνεισφέρω ή εισπράττω κάτι ακόμη ως έρανο 2. παθ. προσερανίζομαι μτφ. υπερφορτώνομαι με επί πλέον στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐρανίζω (< ἔρανος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”